Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Αρχαία Αγορά Μεθώνης: κεραμική από το στρώμα καταστροφής.

Με 68 ανακοινώσεις και 147 συνέδρους  πραγματοποιείται στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτιρίου Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από σήμερα 1 έως 3 Μαρτίου η ετήσια Αρχαιολογική Συνάντηση για τις ανασκαφές του 2011 στη Μακεδονία και τη Θράκη. 
Το κείμενο της ανακοίνωσης της Αθηνάς Αθανασιάδου για την αρχαία αγορά της Μεθώνης Πιερίας.
 
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ  ΑΘΗΝΑ
ΑΡΧΑΙΑ  ΑΓΟΡΑ  ΜΕΘΩΝΗΣ: ΚΕΡΑΜΙΚΗ  ΑΠΌ  ΤΟ  ΣΤΡΩΜΑ  ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

Η  αρχαία  Αγορά  της  Μεθώνης  εντοπίστηκε  στο  κοίλο  που  δημιουργείται  ανάμεσα  σε  δύο  συνεχόμενους  λόφους, για  τους  οποίους  μαρτυρείται  οικιστική  δραστηριότητα  πολύ  πριν  από  την  εγκατάσταση  εδώ  των  αποίκων  από  την  Ερέτρια. Οι  έρευνες  στον  ανατολικό  λόφο  κατά  τα  προηγούμενα  έτη  αποκάλυψαν  ένα  οικοδομικό  συγκρότημα  κτιρίων  με  σαφή  δημόσιο  χαρακτήρα.
Τα  πληρέστερα  ανασκαμμένα  κτίρια  του  συγκροτήματος  αυτού  είναι  τα  κτίρια  Α  και  Β, τα  οποία  βρίσκονται  εκατέρωθεν  μιας  μεγάλης  κεντρικής  αυλής. Για  τις  διάφορες  οικοδομικές  φάσεις  και  επεμβάσεις  στην  αρχιτεκτονική  μορφή  τους  έχει  γίνει  λόγος  σε  προηγούμενες  ανακοινώσεις. Συνοπτικά  θυμίζουμε  ότι  η  αρχική  οικοδομική  φάση  ανάγεται  για  το  κτίριο  Α  στο  β΄ τέταρτο  του  6ου  αι  π. Χ.  και  για  το  κτίριο  Β  στα  τέλη  του  αιώνα  αυτού. 
Σκοπός  της  σημερινής  ανακοίνωσης  είναι  να  παρουσιαστούν  τα  πρώτα  αποτελέσματα  από  τη  μελέτη  της  κεραμικής  που  προέκυψε  από  το  στρώμα  καταστροφής  των  δύο  κτιρίων  άλλα  και  των  υπαίθριων  χώρων  που  ερευνήθηκαν  γύρω  από  αυτά. Όπως  είναι  γνωστό, μετά  την  καταστροφή  της  πόλης  από  τον  Φίλιππο  Β΄ το  354π. Χ.  οι  κάτοικοι  αναγκάστηκαν  να  μετακινηθούν. Τα  συγκεκριμένα  κτίρια  ως  ένα  βαθμό  λιθολογήθηκαν  και  με  το  πέρασμα  του  χρόνου  κατέρρευσαν. Απαλλαγμένη, λοιπόν, από  μεταγενέστερες  οικιστικές  επεμβάσεις, η  Αγορά  της  Μεθώνης  σήμερα  μας  προσφέρει  ένα  καλά  χρονολογημένο  κλειστό  σύνολο  αγγείων, εμπλουτίζοντας  έτσι  τις  γνώσεις  μας  για  την  κεραμική  της  ύστερης  κλασικής  εποχής.
Το  μεγαλύτερο  ποσοστό  της  κεραμικής  χρονολογείται, όπως  είναι  φυσικό, στο  β΄ τέταρτο  του  4ου  αι  π. Χ., χωρίς  να  λείπουν  και  ορισμένα  πρωιμότερα  παραδείγματα.
Το  σχήμα  που  απαντάται  πιο  συχνά  στη  μελαμβαφή  κεραμική  είναι  αυτό  του  σκυφιδίου  με  έσω  νεύον  χείλος.   Από  τα  10  πληρέστερα  παραδείγματα  τα  τρία  είναι  μεγάλα  σε  μέγεθος. Τα  αττικά  προϊόντα  είναι  εξολοκλήρου  μελαμβαφή  και  στον  πυθμένα  φέρουν  εμπίεστη  διακόσμηση  τυπική  για  την  εποχή. Το  ντόπιο  σκυφίδιο  Μθ  1371, έχει  παρόμοιο  προφίλ, διαφοροποιείται  ωστόσο  στην  απόδοση  της  βάσης  με  την  ευρεία  επιφάνεια  έδρασης.
Τα  υπόλοιπα  αγγεία  της  κατηγορίας  ανταποκρίνονται  σε  τέσσερις  διαφορετικούς  τύπους. Το  αττικό  σκυφίδιο  Μθ  2005  έχει  λεπτά  τοιχώματα, πολύ  ρηχό  σώμα  και  βάση  με  κοίλη  περιφέρεια  εσωτερικά. Χρονολογείται  στο  α΄ τέταρτο  του  4ου  αι  π. Χ.
Το  σκυφίδιο  Μθ  1999, με  παχύ  κάθετο  χείλος, βρίσκει  παράλληλα  σε  αγγεία  που  μπορούν  να  χρονολογηθούν  γύρω  στο  380π. Χ. Η  διαμόρφωση  του  σώματος  με  το  γωνιώδες  περίγραμμα  αλλά  και  η  χρήση  της  εμβάπτισης, αποτελούν  προτιμήσεις  του  εγχώριου  εργαστηρίου.  
Τρία  ντόπια  σκυφίδια  ανήκουν  στον  χαρακτηριστικό  για  την  εποχή  τύπο  με  το  ρηχό  εχινόμορφο  σώμα  και  τα  παχιά  καμπύλα  τοιχώματα. Στα  δύο  από  αυτά  το  γάνωμα  επιτυγχάνεται  με  την  μέθοδο  της  εμβάπτισης  και  ως  εκ  τούτου  η  κάτω  επιφάνεια  της  βάσης  παραμένει  αβαφής. Αντίθετα  το  τρίτο  παράδειγμα  είναι  εξολοκλήρου  μελαμβαφές  και  βρίσκεται  πιο  κοντά  στα  σύγχρονα  αττικά  πρότυπα.
Στον  τέταρτο  τύπο  ανήκουν  δύο  αττικά  σκυφίδια, τα  οποία, σε  σχέση  με  τα  υπόλοιπα, έχουν  στενότερο  και  βαθύτερο  σώμα, πολύ  παχιά  τοιχώματα  και  χείλος  που  κάμπτεται  έντονα  προς  τα  μέσα.
Οι  αττικοί   σκύφοι  τύπου  Α  αντιπροσωπεύονται  με  τέσσερα  παραδείγματα, το  πλήθος  όμως  των  οστράκων  που  βρέθηκαν  διάσπαρτα  σε  όλη  την  έκταση  του  στρώματος  καταστροφής  μαρτυρεί  πως  αποτελούσε  ένα  ιδιαίτερα  δημοφιλές  σχήμα  αυτή  την  εποχή. Ο  πληρέστερα  διατηρημένος  Μθ  1367  έχει  αρμονικές  αναλογίες  που  ισορροπούν  ανάμεσα  στα  ογκώδη  παραδείγματα  του  πρώιμου  4ου  αι  π. Χ.  και  σε  εκείνα  με  το  στενό  στέλεχος  που  συναντούμε  από  τα  μέσα  του  αιώνα  και  έπειτα. Ο  διαφορετικός  πηλός  του  Μθ  1381  φανερώνει  και  την  προέλευση  του  από  κάποιο  τοπικό  εργαστήριο, το  οποίο  παράγει  πολύ  καλές  απομιμήσεις  αττικών  αγγείων. Ο  Μθ  2654  στη  βάση  του  φέρει  εγχάρακτο  σύμβολο  «Τ», το  οποίο  συναντούμε  και  σε  ένα  από  τα  «α.
Οι  χαμηλοί  σκύφοι  bolsal  αποτελούν  συχνό  εύρημα  στο  στρώμα  καταστροφής  της  Μεθώνης, μόνο  όμως  δύο  παραδείγματα  σώζονται  ικανοποιητικά  ώστε  να  αποτελέσουν  αντικείμενο  μελέτης. Ο  Μθ  2004  είναι  αττικός  και  με  βάση  άλλα  χρονολογημένα  παράλληλα  τοποθετείται  στο  α΄ τέταρτο  του  4ου  αι  π. Χ. Ο  Μθ  2002  είναι  προϊόν  τοπικού  εργαστηρίου, πιθανόν  του  ίδιου  από  το  οποίο  προέρχεται  και  το  σκυφίδιο  Μθ  1996. Και  στις  δύο  περιπτώσεις  τα  αγγεία  είναι  εξολοκλήρου  μελαμβαφή, ενώ  η  ερυθρόχρωμη  επιφάνεια  τους  είναι  αποτέλεσμα  ανομοιογενούς  όπτησης.
Αριθμητικά  λίγα  είναι  και  τα  κυάθια  που  σώζονται  σχεδόν  ακέραια, αρκετά  όμως  μικρότερα  ή  μεγαλύτερα  τμήματα  εντοπίζονται  στην  κατακερματισμένη  κεραμική, που  μας  επιτρέπουν  να  θεωρήσουμε  ότι  το  συγκεκριμένο  σχήμα  ήταν  ιδιαίτερα  αγαπητό  αλλά  και  χρήσιμο. Το  Μθ  2003  αποτελεί  εισαγωγή  από  την  Αττική  και  διακρίνεται  για  την  άρτια  τεχνική  εκτέλεση. Το  Μθ  1380  από  την  άλλη  αποτελεί  ένα  κακής  ποιότητας  εγχώριο  προϊόν.
Από  τα  τέσσερα  πινάκια  που  βρέθηκαν  στο  στρώμα  καταστροφής  τα  δύο  ανήκουν  στην  κατηγορία  των  ιχθυοπινακίων  και  είναι  αττικά. Το  Μθ  2178  έχει  ψηλό  χείλος  με  μεγάλη  κρέμαση  και  μια  στιβαρή  βάση  με  επίπεδη  επιφάνεια  έδρασης. Το  μικρότερο  σε  μέγεθος  Μθ  2175  έχει  κοντό  χείλος  και  η  επιφάνεια  έδρασης  φέρει  περιμετρική  αυλάκωση.   
Το  επίσης  αττικό  πινάκιο  Μθ  1374  ξεχωρίζει   με  το  εκλεπτυσμένο  προφίλ  και την  περίτεχνη  εμπίεστη  διακόσμηση, με  βάση  την  οποία  χρονολογείται  στο  α΄ τέταρτο  του  4ου  αι  π. Χ. Το  πινάκιο  Μθ  1364  αποτελεί  ένα  κομψό  δείγμα  εγχώριου  εργαστηρίου. Το  προφίλ  του  είναι  πιο  απλοποιημένο, όπως  επίσης  και  η  εμπίεστη  διακόσμηση, η  οποία  συνίσταται  από  επάλληλες  σειρές  οριζόντιων  γραμμιδίων. Η  επιλογή  της  ιδιαίτερης  πορτοκαλοκίτρινης  απόχρωσης  με  τη  χρυσαφίζουσα  μίκκα  για  το  επίχρισμα  φανερώνει  την  προσπάθεια  του  τεχνίτη  να  μιμηθεί  την  επιφάνεια  μεταλλικών  αγγείων.
 Ένα  σχήμα  που  αντιπροσωπεύεται  ικανοποιητικά  στο  στρώμα  καταστροφής  είναι  αυτό  του «αλατοδοχείου»  με  κοίλο  περίγραμμα. Τα  πέντε  παραδείγματα  που  εξετάζονται  είναι  αττικά  και  προέρχονται  από  το  Κτίριο  Β. Αποτελούν  μια  ομοιογενή  ομάδα, με  μικρές  ή  αμελητέες  μεταξύ  τους  μορφολογικές  διαφορές. Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  τα  τέσσερα  από  αυτά  φέρουν  χαράγματα  στην  κάτω  επιφάνεια, τα  οποία  ερμηνεύονται  ως  σημάδια  του  κεραμέως. Το  χάραγμα  του  Μθ  2176  το  συναντάμε, σε  μεγαλύτερη  κλίμακα, στη  βάση  του  αττικού  σκύφου  Μθ  2654. Αν  τα  συγκεκριμένα  παραδείγματα  λειτουργούσαν  ως  υποστατά, δεν  αποκλείεται  τα  σύμβολα  τους  να  αντιστοιχούσαν  σε  αγγεία  τα  οποία  θα  στήριζαν. Και  πράγματι, ο  σκύφος  Μθ  2654  ταιριάζει  απόλυτα  στην  εσωτερική  περίμετρο  της  βάσης  του  «αλατοδοχείου»  Μθ  2176. 
Το  σχηματολόγιο  της  μελαμβαφούς  κεραμικής  συμπληρώνουν  οι  δύο  λεκανίδες  που  βρέθηκαν  στη  μακρόστενη  στοά  του  κτιρίου  Α. Η  μεγάλη  σε  μέγεθος  Μθ  1373  είναι  από  την  Αττική  και  κοσμείται  στο  πάνω  μέρος  με  φυλλοφόρα  κλαδιά  που  αποδίδονται  με  μελανό  χρώμα. Χρονολογείται  μεταξύ  γ΄ και  δ΄ τέταρτου  του  5ου  αι  π. Χ. Η  λεκανίδα  Μθ  1376  είναι  σαφώς  μικρότερη. Στην  άνω  επιφάνεια  του  χείλους  διαμορφώνεται  μια  αυλάκωση, η  οποία  υπονοεί  την  προσαρμογή  πώματος. Καθώς  ανάλογα  παραδείγματα  απουσιάζουν  από  τον  αττικό  Κεραμεικό, δεν  αποκλείεται  η  συγκεκριμένη  να  αποτελεί  ένα  από  τα  πιο  προσεγμένα  εγχώρια  προϊόντα.  
Πέρα  από  την  μελαμβαφή  κεραμική, υπάρχουν  ορισμένα  δείγματα  ντόπιων  εργαστηρίων, για  τα  οποία  αξίζει  να  αναφερθούμε  συνοπτικά. Τα  δύο  αγγεία  με  το  βαθύ  κωνικό  σώμα  και  το  έντονα  εσωστρεφές  χείλος  θα  μπορούσαν  να  χαρακτηριστούν  ως  σκύφοι. Το  Μθ  1365  είναι  χωρίς  λαβές  και  κοσμείται  με  ερυθρές  ταινίες  στο  σώμα  εσωτερικά  και  εξωτερικά  και  με  ερυθρό  δίσκο  στο  κέντρο  του  πυθμένα.  Στην  περίπτωση  του  Μθ  1375  το  ερυθρό  χρώμα  επιτυγχάνεται  με  τη  μέθοδο  της  εμβάπτισης. Οι  λαβές  του  κλίνουν  προς  τα  πάνω  και  μάλλον  σχημάτιζαν  κομβιόσχημες  απολήξεις. Πιθανόν  τα  αγγεία  αυτά  να  αποτελούν  προϊόντα  του  ίδιου  εργαστηρίου.
Η  μικρή  σταμνοειδής  πυξίδα  με  την  ταινιωτή  διακόσμηση  φαίνεται  ότι  έχει  επιδράσεις  από  την  ανατολική  Ελλάδα, όπου  παρόμοια  αγγεία  κατασκευάζονται  από  την  αρχαϊκή  εποχή  ως  και  το  τέλος  του  4ου  αι  π. Χ. Το  συγκεκριμένο  σχήμα  δεν  είναι  άγνωστο  στη  Μακεδονία  και  η  αβαφής  εκδοχή  του  απαντάται  όχι  σπάνια  σε  ταφικά  σύνολα.
Τα  αγγεία  από  το  στρώμα  καταστροφής  που  έχουν  ως  τώρα  μελετηθεί  μπορούν  να  μας  οδηγήσουν  σε  ορισμένες  διαπιστώσεις. Η  ζήτηση  για  προϊόντα  μελαμβαφούς  κεραμικής  καλύπτεται  ως  επί  το  πλείστον  με  εισαγωγές  από  την  Αττική, κάτι  που  είναι  αναμενόμενο  εξάλλου, καθώς  η  κυριαρχία  του  αττικού  κεραμικού  κατά  τον  4ο  αι  π. Χ.  έχει  διαπιστωθεί  και  από  άλλα  μελετημένα  σύνολα  κεραμικής  στη  Μακεδονία  και  όχι  μόνο. Οι  ανάγκες  σε  σκεύη  καθημερινής  χρήσης  καλύπτονταν  από  τα  ντόπια  κεραμικά  εργαστήρια, της  Μεθώνης  ή  της  ευρύτερης  περιοχής.
Τα  ντόπια  εργαστήρια  παράγουν  και  αυτά  μελαμβαφή  προϊόντα, τα  οποία  ακολουθούν  περισσότερο  ή  λιγότερο  πιστά  τα  αττικά  πρότυπα. Αγγεία  όπως  αυτά  της  ομάδας  Α  (Μθ  1381, Μθ  1371, Μθ  3267, Μθ  1996, Μθ  2002)  είναι  καλοσχηματισμένα. Ο  πηλός  είναι  καθαρός, το  γάνωμα  αρκετά  καλής  ποιότητας, η  όπτηση  όμως  ενίοτε  είναι  ανεπιτυχής. Η  τεχνική  της  εμβάπτισης  απαντάται  συχνά  και  σε  ορισμένες  περιπτώσεις  εκτελείται  με  επιμέλεια  (Μθ  1372, Μθ  1375). Υπάρχουν  ωστόσο  και  ορισμένα  παραδείγματα, τα  οποία  είναι  κατώτερης  ποιότητας  (Μθ  1380, Μθ  1389), στηρίζονται  όμως  στις  φόρμες  των  αττικών  σχημάτων.
Ορισμένα  εργαστήρια  παράγουν  προϊόντα  με  μεγαλύτερη  πρωτοτυπία, όπως  για  παράδειγμα  οι  δύο  σκύφοι  με  κωνικό  σώμα. Οι  ιδιαιτερότητες  που  μπορεί  να  παρουσιάζει  ένα  προϊόν  προορισμένο  για  εγχώρια  κατανάλωση  (Μθ  1369, Μθ  1370), πρέπει  να  συσχετιστούν  με  τις  προτιμήσεις  του  εκάστοτε  κεραμικού  εργαστηρίου  αλλά  και  του  καταναλωτικού  κοινού  στο  οποίο  απευθύνεται.
Πέρα  όμως  από  τα  συμπεράσματα  σχετικά  με  την  κεραμική  παραγωγή, η  μελέτη  των  αγγείων  από  το  στρώμα  καταστροφής  αποκτά  ξεχωριστό  ενδιαφέρον  καθώς  συνδέεται  άμεσα  με  τα  ιστορικά  γεγονότα  που  καθόρισαν  την  τύχη  της  Μεθώνης. Συγκεκριμένα, τα  αγγεία  που  ήρθαν  στο  φως  από  την  ανασκαφή  του  κτιρίου  Α  είναι  ενδεικτικά  για  τη  χρήση  του  χώρου  κατά  την  περίοδο  της  πολιορκίας. Σχεδόν  στο  σύνολο  τους  πρόκειται  για  οικιακά  σκεύη, μαγειρικά  ή  επιτραπέζια. Οι  πρόχειρες  εστίες  φωτιάς  που  βρέθηκαν  διάσπαρτες  σε  όλους  σχεδόν  τους  χώρους  του  κτιρίου, και  σε  ορισμένες  περιπτώσεις  «έγλυφαν»  τους  τοίχους, πρέπει  να  συσχετιστούν  με  την  εγκατάσταση  κάποιων  ομάδων  κατά  την  περίοδο  της  πολιορκίας. Η  συγκέντρωση  μολυβδίδων  στο  ανατολικό  τμήμα  της  στοάς  αλλά  και  στο  κτίριο  Γ  που  βρέθηκε  νοτιότερα, δεν  αφήνει  καμιά  αμφιβολία  για  την  κατάληψη  των  δημόσιων  κτιρίων  είτε  από  πολιορκημένους  Μεθωναίους  είτε  από  τμήματα  του  στρατού  του  Φιλίππου. Πάντως, όποιοι  και  να  είχαν  εγκατασταθεί  εδώ  έπρεπε  να  καλύψουν  τις  καθημερινές  ανάγκες  για  σίτιση, γεγονός  που  αποδεικνύεται  και  από  την  κατανομή  των  αγγείων  στο  χώρο.
Δεν  είναι  τυχαίο, λοιπόν,  ότι  σχεδόν  το  σύνολο  των  αγγείων  από  τη  μεγάλη  στοά  βρέθηκε  συγκεντρωμένο  στο  ανατολικό  τμήμα  της, το  οποίο  ήταν  κλειστό  από  τρεις  πλευρές. Αλλά  και  ο  διπλανός  χώρος  Ζ  χρησίμευε  για  την  προετοιμασία  του  φαγητού. Από  τις  δύο  εστίες  που  εντοπίζονται  στο  δάπεδο  του  η  μια  ήταν  κατασκευασμένη  πρόχειρα  από  αργούς  λίθους  και  στο  εσωτερικό  της  βρέθηκαν  οστά  ζώων.
Η  κεραμική  από  το  κτίριο  Α, λοιπόν, μας  παρέχει  στοιχεία  για  τη  χρήση  του  χώρου  κατά  την  περίοδο  της  πολιορκίας. Το  μοναδικό  αγγείο  που  διασώθηκε  από  την  αρχική  χρήση  του  κτιρίου  είναι  η  μεγάλη  ερυθρόμορφη  κύλικα  που  βρέθηκε  πεσμένη  μπροστά  στην  είσοδο  του  χώρου  Δ  και  θα  πρέπει  να  ήταν  κρεμασμένη  στον  τοίχο. Η  κύλικα  αυτή  χρονολογείται  περίπου  150  χρόνια  πριν  από  την  καταστροφή.
Αντίθετα, ένα  μέρος  της  κεραμικής  που  βρέθηκε  στο  κτίριο  Β  σχετίζεται  με  την  αρχική  λειτουργία  του. Τα  ανασκαφικά  δεδομένα  στο  συγκεκριμένο  κτίριο  μαρτυρούν  εργαστηριακή  χρήση  του  χώρου.
Αυτό  δε  σημαίνει  ότι  δεν  υπήρχε  και  εδώ  εγκατάσταση  ανάλογων  ομάδων. Στη  βόρεια  πλευρά  του  χώρου  Α, οπού  εντοπίστηκε  μια  εστία  με  κεραμοποιημένα  χώματα, πρέπει  να  λειτουργούσε  ένας  υπαίθριος  φούρνος, που  θα  ήταν  ιδιαίτερα  χρήσιμος  κατά  την  περίοδο  της  πολιορκίας. Κοντά  σε  αυτόν  βρέθηκαν  τρεις  αρυτήρες  αλλά  και  ένας  μεγάλος  φοινικικός  αμφορέας.
Στη  ΝΔ  γωνία  του  χώρου  βρέθηκαν  συγκεντρωμένα  14  αγγεία, τα  οποία  μάλλον  ήταν  τοποθετημένα  σε  ξύλινο  ράφι. Πρόκειται  για  αττικά  αλλά  και  εγχώρια  προϊόντα, η  πλειονότητα  των  οποίων  χρονολογείται  στο  β΄ τέταρτο  του  4ου  αι  π. Χ. Σχεδόν  όλα  ήταν  επιτραπέζια  σκεύη.
Στη  λιθόστρωτη  στεγασμένη  αυλή  που  βρίσκεται  αμέσως  δυτικά  του  χώρου  Α  βρέθηκαν  κυρίως  αβαφή  οικιακά  σκεύη, όπως  οινοχόες, αρυτήρες, όλπες, ένας  εκχυμωτής, δεν  λείπουν  όμως  και  τα  μελαμβαφή  παραδείγματα, καθώς  επίσης  και  ένας  ερυθρόμορφος  ασκός. Χαρακτηριστική  είναι  εδώ  η  μεγάλη  συγκέντρωση  αμφορέων, κυρίως  κατά  μήκος  του  δυτικού  τοίχου  της  αυλής, κάτι  που  σημαίνει  ότι  ο  χώρος  είχε  και  αποθηκευτική  χρήση.
Το  νότιο  σκέλος  του  κτιρίου  λειτουργούσε  ως  σιδηρουργείο. Ο  χώρος  Γ  ήταν  ανοιχτός  και  το  δάπεδο  του  χαρακτηρίζεται  από  εκτεταμένη  καύση  και  μεγάλη  συγκέντρωση  από  σιδηρόμαζες. Μερικά  από  τα  αγγεία  που  βρέθηκαν  εδώ  πρέπει  να  ήταν  σε   β΄ χρήση: το  ιχθυοπινάκιο  από  το  οποίο  έχει  αποκολληθεί  ο  πυθμένας  ή  η  τρυπημένη βάση  σκυφιδίου  δεν  αποκλείεται  να  λειτουργούσαν  ως  στηρίγματα, όπως  και  τα  δύο  «αλατοδοχεία»  που  βρέθηκαν  στον  ίδιο  χώρο.
Ένα  άλλο  θέμα  που  προκύπτει  από  τη  μελέτη  της  κεραμικής  είναι  ο  χρόνος  που    μεσολάβησε  από  την  εγκατάλειψη  του  χώρου  ως  την  ολοκληρωτική  κατάρρευση  των  κτιρίων. Η  ανασκαφή  σε  μέρος  της  πλατείας  Α  και  Β,  έδειξε  ότι  έξω  από  το  κτίριο  Α  υπάρχει  μεγάλη  συγκέντρωση  κεραμικής. Διάσπαρτα  ανάμεσα  στα  κεραμίδια  εντοπίζονται  όστρακα  από  τουλάχιστον  14  αμφορείς, τμήματα  μαγειρικών  σκευών  και  δύο  εκχυμωτές. Η  μελαμβαφής  κεραμική, εξίσου  κατακερματισμένη, είναι  άφθονη  και  καλύπτει  ένα  ευρύ  φάσμα  σχημάτων. Η  γενική  εικόνα  που  παρουσιάζεται  εδώ  υποδεικνύει  πως  ο  χώρος  πρέπει  να  έμεινε  για  εύλογο  χρονικό  διάστημα  εκτεθιμένος  και  πρόσφορος  σε  κάθε  είδους  λεηλασία. Η  διαπίστωση  αυτή  ενισχύεται  και  από  το  γεγονός  ότι  στο  ανοιχτό  τμήμα  της  στοάς  το  δάπεδο  αλλά  και  ο  λίθινος  στυλοβάτης  ήταν  καλυμμένα  με  στρώμα  άμμου  πάχους  0,10μ, το  οποίο  σχηματίστηκε  μετά  την  εγκατάλειψη.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η  ανακοίνωση  αφορά  την  παρουσίαση  της  κεραμικής  που  προέκυψε  από  το  στρώμα  καταστροφής  της  αρχαίας  Αγοράς  της  Μεθώνης.
Η  αρχαία  Αγορά  της  Μεθώνης  εντοπίστηκε  στο  κοίλο  που  δημιουργείται  ανάμεσα  σε  δύο  συνεχόμενους  λόφους, στα  ΒΔ  της  σημερινής  Ν. Αγαθούπολης. Οι  έρευνες  στον  ανατολικό  λόφο  κατά  τα  έτη  2003-2009  αποκάλυψαν  ένα  οικοδομικό  συγκρότημα  κτιρίων  με  σαφή  δημόσιο  χαρακτήρα, για  τα  οποία  μαρτυρείται  εργαστηριακή  αλλά  και  εμπορική  δραστηριότητα.
Τα  πληρέστερα  ανασκαμμένα  κτίρια  του  συγκροτήματος  αυτού  είναι  τα  κτίρια  Α  και  Β, τα  οποία  βρίσκονται  εκατέρωθεν  μιας  μεγάλης  κεντρικής  πλατείας. Μπορούμε  να  διακρίνουμε  διάφορες  οικοδομικές  φάσεις  αλλά  και  επεμβάσεις  στην  αρχιτεκτονική  μορφή  των  κτιρίων.  Η  αρχική  οικοδομική  φάση  ανάγεται  για  το  κτίριο  Α  στο  β΄ τέταρτο  του  6ου  αι  π. Χ.  και  για  το  κτίριο  Β  στα  τέλη  του  αιώνα  αυτού. 
Είναι  γνωστό  ότι  ο  Φίλιππος  Β΄ πολιόρκησε  την  Μεθώνη  που  ήταν  φιλικά  προσκείμενη  στην  Αθήνα  και  την  κατάστρεψε  το  354π. Χ. Στη  συνέχεια  ανάγκασε  τους  κατοίκους  να  μετακινηθούν  και  έτσι  η  πόλη  εγκαταλείφθηκε  και  δεν  ξανακατοικήθηκε. Τα  κτίρια  της  Αγοράς  ως  ένα  βαθμό  λιθολογήθηκαν  και  με  το  πέρασμα  του  χρόνου  κατέρρευσαν.
Απαλλαγμένη, λοιπόν, από  μεταγενέστερες  οικιστικές  επεμβάσεις, η  Αγορά  της  Μεθώνης  σήμερα  μας  προσφέρει  ένα  καλά  χρονολογημένο  κλειστό  σύνολο  αγγείων, με  τελικό  χρονολογικό  όριο  το  354π. Χ. Αυτό  είναι  ιδιαίτερα  σημαντικό  για  την  έρευνα, καθώς  μπορεί  να  παρακολουθήσει  κανείς  την  παράγωγη  και  διακίνηση  των  κεραμικών  προϊόντων  σε  μια  συγκεκριμένη  χρονική  περίοδο  (στην  προκειμένη  περίπτωση  κατά  το  β΄ τέταρτο  του  4ου  αι  π. Χ.).
Σχεδόν  στο  σύνολο  τους  πρόκειται  για  αγγεία  οικιακής  χρήσης, που  σχετίζονται  με  την  προετοιμασία, το  μαγείρεμα  και  το  σερβίρισμα  του  φαγητού. Οινοχόες, αρυτήρες, χύτρες, εκχυμωτές, πινάκια, αγγεία  πόσεως  συνθέτουν  το  σχηματολόγιο  της  μελαμβαφούς  και  αβαφούς  κεραμικής, ενώ  μεγάλος  είναι  και  ο  αριθμός  των  αμφορέων  που  βρέθηκαν  διάσπαρτοι  σε  όλη  την  έκταση  που  ερευνήθηκε.
Η  ζήτηση  για  προϊόντα  μελαμβαφούς  κεραμικής  καλύπτεται  ως  επί  το  πλείστον  με  εισαγωγές  από  την  Αττική, κάτι  που  είναι  αναμενόμενο  εξάλλου, καθώς  η  κυριαρχία  του  αττικού  Κεραμικού  κατά  τον  4ο  αι  π. Χ.  έχει  διαπιστωθεί  και  από  άλλα  μελετημένα  σύνολα  κεραμικής  στη  Μακεδονία  και  όχι  μόνο. Οι  ανάγκες  σε  σκεύη  καθημερινής  χρήσης  καλύπτονταν  από  τα  ντόπια  κεραμικά  εργαστήρια, της  Μεθώνης  ή  της  ευρύτερης  περιοχής.
Τα  ντόπια  εργαστήρια  παράγουν  και  αυτά  μελαμβαφή  προϊόντα, τα  οποία  ακολουθούν  περισσότερο  ή  λιγότερο  πιστά  τα  αττικά  πρότυπα. Υπάρχουν  όμως  και  εργαστήρια  που  παράγουν  προϊόντα  με  μεγαλύτερη  πρωτοτυπία. Οι  ιδιαιτερότητες  που  μπορεί  να  παρουσιάζει  ένα  προϊόν  προορισμένο  για  εγχώρια  κατανάλωση, πρέπει  να  συσχετιστούν  με  τις  προτιμήσεις  του  εκάστοτε  κεραμικού  εργαστηρίου  αλλά  και  του  καταναλωτικού  κοινού  στο  οποίο  απευθύνεται.
Πέρα  όμως  από  τα  συμπεράσματα  σχετικά  με  την  κεραμική  παραγωγή, η  μελέτη  των  αγγείων  από  το  στρώμα  καταστροφής  αποκτά  ξεχωριστό  ενδιαφέρον  καθώς  συνδέεται  άμεσα  με  τα  ιστορικά  γεγονότα  που  καθόρισαν  την  τύχη  της  Μεθώνης. Συγκεκριμένα, τα  αγγεία  που  ήρθαν  στο  φως  από  την  ανασκαφή  των  δύο  κτιρίων  είναι  ενδεικτικά  για  τη  χρήση  του  χώρου  κατά  την  περίοδο  της  πολιορκίας  από  τον  Φίλιππο  Β΄. Τα  ανασκαφικά  δεδομένα  μαρτυρούν  ότι  κατά  την  πολιορκία  οι  κάτοικοι  της  Μεθώνης  κατέφυγαν  μέσα  στα  δημόσια  κτίρια. Η  συγκέντρωση  μολύβδινων  πεσσών  σφενδόνης  στη  στοά  του  κτιρίου  Α  αλλά  και  στο  κτίριο  Γ  που  εντοπίστηκε  νοτιότερα  δεν  αφήνουν  καμιά  αμφιβολία  για  την  εγκατάσταση  των  ομάδων  αυτών. Επιπλέον, σχεδόν  σε  όλους  τους  χώρους  του  κτιρίου  Α  αλλά  και  στο  κτίριο  Β  εντοπίζονται  πρόχειρες  εστίες  φωτιάς. Όσοι  είχαν  εγκατασταθεί  εδώ  θα  έπρεπε  να  καλύψουν  τις  καθημερινές  ανάγκες  για  σίτιση. Αυτή  η  άποψη  ενισχύεται  και  από  την  κατανομή  των  αγγείων  στο  χώρο  αλλά  και  από  το  γεγονός  ότι  τα  περισσότερα  ήταν  οικιακά  σκεύη. Μερικά  μάλιστα  που  ήταν  φθαρμένα  και  επισκευασμένα  μαρτυρούν  μακρόχρονη  χρήση, και  σε  καμία  περίπτωση  δεν  αποτελούσαν  αντικείμενα  εμπορίου.

8. Το  κτίριο  Α  της  αρχαίας  Αγοράς  της  Μεθώνης                                                   

9.  Το  κτίριο  Β  της  αρχαίας  Αγοράς  της  Μεθώνης

10.  Αγγεία  από  το  στρώμα  καταστροφής  της  αρχαίας  Αγοράς
11.  Αγγεία  από  το  στρώμα  καταστροφής  της  αρχαίας  Αγοράς

12.  Αγγεία  από  το  στρώμα  καταστροφής  της  αρχαίας  Αγοράς
13.  Ερυθρόμορφος  ασκός  από  το  στρώμα  καταστροφής  της  αρχαίας  Αγοράς








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου