Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Όσο
προοδεύει ο ανθρώπινος πολιτισμός, τόσο λιγότερο έξυπνοι είναι οι
άνθρωποι, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα που δημοσιεύεται στο
επιστημονικό έντυπο Trends in Genetics.
Ο Δρ Τζέραλντ Κράμπτρι, καθηγητής αναπτυξιακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, καταλήγει στο αμφιλεγόμενο συμπέρασμα, επικαλούμενος μάλιστα ως παράδειγμα τους αρχαίους Αθηναίους για τους οποίους αναφέρει ότι «αν οποιοσδήποτε από αυτούς μεταφερόταν με τη μηχανή του χρόνου στη σημερινή εποχή, θα ξεχώριζε εύκολα μέσα στη γενική μετριότητα».
Σύμφωνα με τη μελέτη οι άνθρωποι έφθασαν στο διανοητικό αποκορύφωμά τους πριν από περίπου 2.000 έως 6.000 χρόνια και από τότε υπάρχει μια αργή πτωτική τάση στις νοητικές ικανότητές τους, η οποία έχει γίνει πιο έντονη στη σύγχρονη τεχνολογική εποχή. Η βασική αιτία γι' αυτό (υποτίθεται ότι) είναι το γεγονός πως εξαιτίας των πολλαπλών ευκολιών που παρέχει η τεχνολογία, δεν «δουλεύει» πια η πανάρχαια εξελικτική πίεση που ευνοεί τους πιο έξυπνους και ικανούς σε βάρος των χαζών και ανίκανων.
Ο Δρ Κράμπτρι υποστηρίζει ότι η νοημοσύνη αναπτύχθηκε στους προϊστορικούς προγόνους μας στην Αφρική, πριν από 50.000 έως 500.000 χρόνια, επειδή όσο πιο έξυπνοι ήταν, τόσο καλύτερα μπορούσαν να επιβιώσουν (εύρεση τροφής με κυνήγι, κατασκευή καταλυμάτων κ.α.). Τα γονίδια της ευφυΐας οι πιο ευνοημένοι τα κληροδοτούσαν στις επόμενες γενιές.
Επειδή όμως στην εποχή μας οι άνθρωποι δεν χρειάζεται εξίσου να παλεύουν για να επιβιώσουν χάρη στην ευφυΐα τους, έχει πια αχρηστευτεί η δύναμη της εξελικτικής επιλογής που ευνοούσε σταθερά τους πιο έξυπνους και ικανούς, με συνέπεια, από βιολογική άποψη, σταδιακά η ανθρωπότητα να… χαζεύει. Ενώ παλαιότερα οι διάφορες επιζήμιες μεταλλάξεις γονιδίων θα «ξεριζώνονταν» από το γενετικό υλικό, σήμερα συσσωρεύονται και «ροκανίζουν» τις ανώτερες διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων ως είδος.
Κατά τον Δρ Κράμπτρι αρκεί οποιαδήποτε μετάλλαξη σε ένα από τα 2.000 έως 5.000 γονίδια που επηρεάζουν τη νοημοσύνη, για να μειωθούν οι διανοητικές, αλλά και οι συναισθηματικές ικανότητες των ανθρώπων, αφού νόηση και συναίσθημα αλληλοεπηρεάζονται.
Η αρχή της διανοητικής πτώσης, κατά τον Αμερικανό βιολόγο, ξεκίνησε με την εφεύρεση της γεωργίας και μετά της αστικοποίησης, όταν πλέον οι άνθρωποι δεν ήταν υποχρεωμένοι ως άτομα (όπως έκαναν έως τότε οι κυνηγοί-συλλέκτες) να εκτίθενται στις συνεχείς προκλήσεις της φύσης και μπορούσαν πια να βασιστούν στους συνανθρώπους τους για να λύσουν τα διάφορα πιεστικά προβλήματα της επιβίωσης.
«Θα στοιχημάτιζα ότι αν ένας μέσος πολίτης της αρχαίας Αθήνας εμφανιζόταν ξαφνικά ανάμεσά μας, αυτός ή αυτή θα ήταν ανάμεσα στα πιο έξυπνα μυαλά μεταξύ των συντρόφων του, έχοντας πολύ καλή μνήμη, μια ευρεία γκάμα ιδεών και μια ξεκάθαρη άποψη για τα σημαντικά ζητήματα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ Κράμπτρι.
Όπως προέβλεψε, σε 3.000 χρόνια από σήμερα (περίπου σε 120 γενιές), είναι πιθανό όλοι οι άνθρωποι να έχουν υποστεί τουλάχιστον άλλες δύο γενετικές μεταλλάξεις, με συνέπεια να μειωθούν κι άλλο οι διανοητικές και συναισθηματικές δυνατότητές τους. Αν και, όπως είπε, είναι επίσης πιθανό ότι έως τότε θα μπορέσει να παρέμβει η επιστήμη επιλύνοντας το πρόβλημα.
Ωστόσο, ο καθηγητής Ανθρωπολογίας Ρόμπιν Ντένμπαρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, υποστηρίζει ότι «στην πραγματικότητα αυτό που έχει ωθήσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου των πιθήκων και των ανθρώπων, είναι η πολυπλοκότητα της κοινωνίας και αυτός ο πολύπλοκος κόσμος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί».
«Στο προβλέψιμο μέλλον, δεν βλέπω κανένα λόγο πανικού. Η πορεία της εξέλιξης για τέτοια πράγματα (σ.σ. νοημοσύνη) απαιτεί δεκάδες χιλιάδες χρόνια και, χωρίς αμφιβολία, η επιστήμη θα βρει λύσεις, αν στο μεταξύ βέβαια δεν έχουμε ήδη τινάξει τους εαυτούς μας στον αέρα», υπογραμμίζει ο Δρ Ντένμπαρ.
Εξίσου επιφυλακτικός είναι και ο Βρετανός γενετιστής Στιβ Τζόουνς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου λέγοντας ότι «είναι μια υπόθεση, αλλά πού είναι τα δεδομένα; Δεν υπάρχουν καθόλου. Θα μπορούσα εξίσου να ισχυριστώ ότι οι μεταλλάξεις έχουν μειώσει την επιθετικότητά μας ή την κατάθλιψή μας ή το μήκος του πέους μας».
Πάντως ο Δρ Τζέραλντ Κράμπτρι παραδέχεται ότι η θεωρία του χρειάζεται επιβεβαίωση από άλλες γενετικές έρευνες και επισημαίνει ότι μετά χαράς θα έβλεπε την απόρριψή της (αν μη τι άλλο, για τη διάσωση του ανθρώπινου γοήτρου).
Ο Δρ Τζέραλντ Κράμπτρι, καθηγητής αναπτυξιακής Βιολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, καταλήγει στο αμφιλεγόμενο συμπέρασμα, επικαλούμενος μάλιστα ως παράδειγμα τους αρχαίους Αθηναίους για τους οποίους αναφέρει ότι «αν οποιοσδήποτε από αυτούς μεταφερόταν με τη μηχανή του χρόνου στη σημερινή εποχή, θα ξεχώριζε εύκολα μέσα στη γενική μετριότητα».
Σύμφωνα με τη μελέτη οι άνθρωποι έφθασαν στο διανοητικό αποκορύφωμά τους πριν από περίπου 2.000 έως 6.000 χρόνια και από τότε υπάρχει μια αργή πτωτική τάση στις νοητικές ικανότητές τους, η οποία έχει γίνει πιο έντονη στη σύγχρονη τεχνολογική εποχή. Η βασική αιτία γι' αυτό (υποτίθεται ότι) είναι το γεγονός πως εξαιτίας των πολλαπλών ευκολιών που παρέχει η τεχνολογία, δεν «δουλεύει» πια η πανάρχαια εξελικτική πίεση που ευνοεί τους πιο έξυπνους και ικανούς σε βάρος των χαζών και ανίκανων.
Ο Δρ Κράμπτρι υποστηρίζει ότι η νοημοσύνη αναπτύχθηκε στους προϊστορικούς προγόνους μας στην Αφρική, πριν από 50.000 έως 500.000 χρόνια, επειδή όσο πιο έξυπνοι ήταν, τόσο καλύτερα μπορούσαν να επιβιώσουν (εύρεση τροφής με κυνήγι, κατασκευή καταλυμάτων κ.α.). Τα γονίδια της ευφυΐας οι πιο ευνοημένοι τα κληροδοτούσαν στις επόμενες γενιές.
Επειδή όμως στην εποχή μας οι άνθρωποι δεν χρειάζεται εξίσου να παλεύουν για να επιβιώσουν χάρη στην ευφυΐα τους, έχει πια αχρηστευτεί η δύναμη της εξελικτικής επιλογής που ευνοούσε σταθερά τους πιο έξυπνους και ικανούς, με συνέπεια, από βιολογική άποψη, σταδιακά η ανθρωπότητα να… χαζεύει. Ενώ παλαιότερα οι διάφορες επιζήμιες μεταλλάξεις γονιδίων θα «ξεριζώνονταν» από το γενετικό υλικό, σήμερα συσσωρεύονται και «ροκανίζουν» τις ανώτερες διανοητικές ικανότητες των ανθρώπων ως είδος.
Κατά τον Δρ Κράμπτρι αρκεί οποιαδήποτε μετάλλαξη σε ένα από τα 2.000 έως 5.000 γονίδια που επηρεάζουν τη νοημοσύνη, για να μειωθούν οι διανοητικές, αλλά και οι συναισθηματικές ικανότητες των ανθρώπων, αφού νόηση και συναίσθημα αλληλοεπηρεάζονται.
Η αρχή της διανοητικής πτώσης, κατά τον Αμερικανό βιολόγο, ξεκίνησε με την εφεύρεση της γεωργίας και μετά της αστικοποίησης, όταν πλέον οι άνθρωποι δεν ήταν υποχρεωμένοι ως άτομα (όπως έκαναν έως τότε οι κυνηγοί-συλλέκτες) να εκτίθενται στις συνεχείς προκλήσεις της φύσης και μπορούσαν πια να βασιστούν στους συνανθρώπους τους για να λύσουν τα διάφορα πιεστικά προβλήματα της επιβίωσης.
«Θα στοιχημάτιζα ότι αν ένας μέσος πολίτης της αρχαίας Αθήνας εμφανιζόταν ξαφνικά ανάμεσά μας, αυτός ή αυτή θα ήταν ανάμεσα στα πιο έξυπνα μυαλά μεταξύ των συντρόφων του, έχοντας πολύ καλή μνήμη, μια ευρεία γκάμα ιδεών και μια ξεκάθαρη άποψη για τα σημαντικά ζητήματα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ Κράμπτρι.
Όπως προέβλεψε, σε 3.000 χρόνια από σήμερα (περίπου σε 120 γενιές), είναι πιθανό όλοι οι άνθρωποι να έχουν υποστεί τουλάχιστον άλλες δύο γενετικές μεταλλάξεις, με συνέπεια να μειωθούν κι άλλο οι διανοητικές και συναισθηματικές δυνατότητές τους. Αν και, όπως είπε, είναι επίσης πιθανό ότι έως τότε θα μπορέσει να παρέμβει η επιστήμη επιλύνοντας το πρόβλημα.
Ωστόσο, ο καθηγητής Ανθρωπολογίας Ρόμπιν Ντένμπαρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, υποστηρίζει ότι «στην πραγματικότητα αυτό που έχει ωθήσει την ανάπτυξη του εγκεφάλου των πιθήκων και των ανθρώπων, είναι η πολυπλοκότητα της κοινωνίας και αυτός ο πολύπλοκος κόσμος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί».
«Στο προβλέψιμο μέλλον, δεν βλέπω κανένα λόγο πανικού. Η πορεία της εξέλιξης για τέτοια πράγματα (σ.σ. νοημοσύνη) απαιτεί δεκάδες χιλιάδες χρόνια και, χωρίς αμφιβολία, η επιστήμη θα βρει λύσεις, αν στο μεταξύ βέβαια δεν έχουμε ήδη τινάξει τους εαυτούς μας στον αέρα», υπογραμμίζει ο Δρ Ντένμπαρ.
Εξίσου επιφυλακτικός είναι και ο Βρετανός γενετιστής Στιβ Τζόουνς του Πανεπιστημίου του Λονδίνου λέγοντας ότι «είναι μια υπόθεση, αλλά πού είναι τα δεδομένα; Δεν υπάρχουν καθόλου. Θα μπορούσα εξίσου να ισχυριστώ ότι οι μεταλλάξεις έχουν μειώσει την επιθετικότητά μας ή την κατάθλιψή μας ή το μήκος του πέους μας».
Πάντως ο Δρ Τζέραλντ Κράμπτρι παραδέχεται ότι η θεωρία του χρειάζεται επιβεβαίωση από άλλες γενετικές έρευνες και επισημαίνει ότι μετά χαράς θα έβλεπε την απόρριψή της (αν μη τι άλλο, για τη διάσωση του ανθρώπινου γοήτρου).
health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου